ἔντευξις

ἔντευξις
1783 ἔντευξις
{сущ., 2}
просьба, моление, ходатайство (1Тим. 2:1; 4:5).
Синонимы: 155 (αἴτημα), 1162 (δέησις), 2169 (εὐχαριστία), 2171 (εὐχή), 2428 (ἱκετηρία), 4335 (προσευχή).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἔντευξις" в других словарях:

  • έντευξις — ἔντευξις, η (AM) συναναστροφή μσν. μορφή, εξωτερική εμφάνιση αρχ. 1. συνάντηση 2. ήθος, συμπεριφορά 3. συνουσία 4. ομιλία, λόγος 5. αίτηση 6. παράκληση, μεσιτεία 7. ανάγνωση, μελέτη …   Dictionary of Greek

  • ἔντευξις — lighting upon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξει — ἔντευξις lighting upon fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐντεύξεϊ , ἔντευξις lighting upon fem dat sg (epic) ἔντευξις lighting upon fem dat sg (attic ionic) ἐντυγχάνω light upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξεις — ἔντευξις lighting upon fem nom/voc pl (attic epic) ἔντευξις lighting upon fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξεσι — ἔντευξις lighting upon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξεσιν — ἔντευξις lighting upon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξιος — ἔντευξις lighting upon fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντευξιν — ἔντευξις lighting upon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мольба — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. δέησις) прошение, просьба; (греч. ἔντευξις) ходатайство …   Словарь церковнославянского языка

  • προέντευξις — εύξεως, ἡ Α αίτηση που έχει προηγηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔντευξις «συνάντηση, αίτηση»] …   Dictionary of Greek

  • συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»